- σταυροδόχος
- -ον, Μ1. αυτός που δέχεται, που αποδέχεται τον σταυρό2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σταυροδόχοςοπή, κοίλωμα, στο οποίο στερεώνεται ο σταυρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ζωο-δόχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek